κατσαμπρόκος

κατσαμπρόκος
και κατσαπρόκος, ο
1. αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι υποδηματοποιοί για να τρυπούν τις σόλες
2. μικρόσωμος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caccia-brocca].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”